ebullient

Αγγλικά (en)

Ετυμολογία

ebullient < λατινική ebulliens (< ebullio: βράζω, αναβλύζω)

Προφορά

ΔΦΑ : /ɪˈbʊljənt/

Επίθετο

ebullient (en)

  1. που βράζει (ο βράζων), που κοχλάζει (ο κοχλάζων)
  2. ενθουσιώδης, εκδηλωτικός, που ξεχειλίζει από συναισθήματα κ.λπ.

Συγγενικά

  • ebullience, ebulliency
  • ebullioscope
  • ebullition

Πηγές

  • Θ.Ν. Τσαβέας (διεύθυνση σύνταξης), Μέγα αγγλοελληνικόν λεξικόν (Αθήνα: Οδυσσεύς, χ.χ.), τόμ. 2, σ. 15.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.