φωνομοντάζ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- φωνομοντάζ < (λόγιο δάνειο) γαλλική phonomontage[1]. Μορφολογικά, φωνο- + μοντάζ
Προφορά
- ΔΦΑ : /fo.no.monˈtaz/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : φω‐νο‐μο‐ντάζ
Αναφορές
- φωνομοντάζ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.