φωνητικά

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

φωνητικά < φωνητικός

Ουσιαστικό

φωνητικά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

  • το μέρος ενός τραγουδιού όπου ακούγεται φωνή τραγουδιστή ή χορωδίας
  • αν αφαιρεθούν τα φωνητικά, μένει μόνον η μουσική

Μεταφράσεις

Κλιτικός τύπος επιθέτου

φωνητικά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.