φωναχτά
Νέα ελληνικά (el)
Επίρρημα
φωναχτά
- με φωνή, μιλώντας με τρόπο που να ακουγεται κάποιος στο χώρο
- Καλυτερα να το διαβάζεις φωναχτά παιδί μου γιατί θα το απομνημονεύσεις ευκολότερα
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.