φυλακίσεις

Νέα ελληνικά (el)

Ρηματικός τύπος

φυλακίσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος φυλακίζω
  2. θα φυλακίσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος φυλακίζω

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

φυλακίσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του φυλάκιση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.