φρου φρου

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

φρου φρου < (λόγιο δάνειο) γαλλική frou-frou (θρόισμα υφάσματος) (ηχομιμητική λέξη)

Προφορά

ΔΦΑ : /fɾuˈfɾu/

Ουσιαστικό

φρου φρου ουδέτερο άκλιτο

  1. ο σιγανός ήχος, το θρόισμα που παράγεται από την κίνηση του υφάσματος γυναικείων ρούχων
     συνώνυμα: φουρφούρισμα (διαφορετικής ετυμολογίας), σουσούρισμα
  2. (μεταφορικά) χαρακτηρισμός για άνθρωπο επιφανειακό, που θέλει να εντυπωσιάζει, να επιδεικνύεται με τρόπο ανούσιο
    ιδίως στην έκφραση: Είναι όλο φρου φρου κι αρώματα (: διόλου ουσιαστική προσωπικότητα)

  • φρουφρού
  • φρου-φρου (κατά τη γαλλική ορθογραφία)

Εκφράσεις

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.