φρουραρχεῖον

Νέα ελληνικά (el)

καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση)
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ φρουραρχεῖον τὰ φρουραρχεῖα
      γενική τοῦ φρουραρχείου τῶν φρουραρχείων
      δοτική τῷ φρουραρχεί τοῖς φρουραρχείοις
    αιτιατική τὸ φρουραρχεῖον τὰ φρουραρχεῖα
     κλητική ! φρουραρχεῖον φρουραρχεῖα
2η κλίση, Κατηγορία 'τέκνον' όπως «στοιχεῖον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

φρουραρχεῖον (μαρτυρείται από το 1833) [1] <  και δείτε τη λέξη φρουραρχείο

Ουσιαστικό

φρουραρχεῖον, -ου ουδέτερο

Αναφορές

  1. Ελληνικοί Κώδικες [1833] - σελ. 1087, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.