φρουρήσεις

Νέα ελληνικά (el)

Ρηματικός τύπος

φρουρήσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος φρουρώ
  2. θα φρουρήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος φρουρώ

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

φρουρήσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του φρούρηση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.