φρενοκομεῖον
Νέα ελληνικά (el)
| καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση) | ||||||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | τὸ | φρενοκομεῖον | τὰ | φρενοκομεῖα | ||||
| γενική | τοῦ | φρενοκομείου | τῶν | φρενοκομείων | ||||
| δοτική | τῷ | φρενοκομείῳ | τοῖς | φρενοκομείοις | ||||
| αιτιατική | τὸ | φρενοκομεῖον | τὰ | φρενοκομεῖα | ||||
| κλητική ὦ! | φρενοκομεῖον | φρενοκομεῖα | ||||||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'τέκνον' όπως «στοιχεῖον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||||||
Ετυμολογία
- φρενοκομεῖον (μαρτυρείται από το 1833) [1] < → και δείτε τη λέξη φρενοκομείο
Αναφορές
- Ελληνικοί Κώδικες [1833] - σελ. 1086, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.