φουλαριστά
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
φουλαριστά < φουλαριστός + -ά
Μεταφράσεις
φουλαριστά
|
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
φουλαριστά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του φουλαριστός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.