φορτώσεις

Νέα ελληνικά (el)

Ρηματικός τύπος

φορτώσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος φορτώνω
  2. θα φορτώσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος φορτώνω

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

φορτώσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του φόρτωση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.