φλούδι

Ελληνικά (el)

πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική φλούδι φλούδια
γενική φλουδιού φλουδιών
αιτιατική φλούδι φλούδια
κλητική φλούδι φλούδια

Ουσιαστικό

φλούδι ουδέτερο

  1. άλλη μορφή του φλούδα
  2. (συνήθως μόνο στον πληθυντικό) υπολείμματα από τσόφλι
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.