φηλί κλειδί
Νέα ελληνικά (el)
Έκφραση
φηλί κλειδί
- (μεταφορικά για αχώριστους φίλους) σαν θηλυκό-αρσενικό μέρος εξαρτήματος όπως η θηλιά ή η κλειδαρότρυπα με ένα κλειδί
- δυο δυο σαν τους Χιώτες
- κώλος και βρακί
Πηγές
- φηλί - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.