φεράλιος
Αρχαία ελληνικά
(grc)
Ετυμολογία
φεράλιος
<
φέρω
και
ἀέλιος
(
δωρικός τύπος
του
ἥλιος
)
Επίθετο
φεράλιος
που φέρνει το
φως
του
ήλιου
, λάμψη, διώχνει με τον ερχομό του το
σκοτάδι
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.