φεγγίζω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- φεγγίζω < μεσαιωνική ελληνική φεγγίζω < φέγγ(ος) + -ίζω
Ρήμα
φεγγίζω
- γίνομαι ημιδιαφανής, κάτι γίνεται σχεδόν διαφανές
- Η φούστα σου φεγγίζει και φαίνεται το χρώμα της κιλότας σου.
- (μεταφορικά) αδυνατίζω πολύ
- Σταμάτα τη δίαιτα γιατί φεγγίζεις πια.
Συνώνυμα
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | φεγγίζω | φέγγιζα | θα φεγγίζω | να φεγγίζω | φεγγίζοντας | |
| β' ενικ. | φεγγίζεις | φέγγιζες | θα φεγγίζεις | να φεγγίζεις | φέγγιζε | |
| γ' ενικ. | φεγγίζει | φέγγιζε | θα φεγγίζει | να φεγγίζει | ||
| α' πληθ. | φεγγίζουμε | φεγγίζαμε | θα φεγγίζουμε | να φεγγίζουμε | ||
| β' πληθ. | φεγγίζετε | φεγγίζατε | θα φεγγίζετε | να φεγγίζετε | φεγγίζετε | |
| γ' πληθ. | φεγγίζουν(ε) | φέγγιζαν φεγγίζαν(ε) |
θα φεγγίζουν(ε) | να φεγγίζουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | φέγγισα | θα φεγγίσω | να φεγγίσω | φεγγίσει | ||
| β' ενικ. | φέγγισες | θα φεγγίσεις | να φεγγίσεις | φέγγισε | ||
| γ' ενικ. | φέγγισε | θα φεγγίσει | να φεγγίσει | |||
| α' πληθ. | φεγγίσαμε | θα φεγγίσουμε | να φεγγίσουμε | |||
| β' πληθ. | φεγγίσατε | θα φεγγίσετε | να φεγγίσετε | φεγγίστε | ||
| γ' πληθ. | φέγγισαν φεγγίσαν(ε) |
θα φεγγίσουν(ε) | να φεγγίσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω φεγγίσει | είχα φεγγίσει | θα έχω φεγγίσει | να έχω φεγγίσει | ||
| β' ενικ. | έχεις φεγγίσει | είχες φεγγίσει | θα έχεις φεγγίσει | να έχεις φεγγίσει | ||
| γ' ενικ. | έχει φεγγίσει | είχε φεγγίσει | θα έχει φεγγίσει | να έχει φεγγίσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε φεγγίσει | είχαμε φεγγίσει | θα έχουμε φεγγίσει | να έχουμε φεγγίσει | ||
| β' πληθ. | έχετε φεγγίσει | είχατε φεγγίσει | θα έχετε φεγγίσει | να έχετε φεγγίσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν φεγγίσει | είχαν φεγγίσει | θα έχουν φεγγίσει | να έχουν φεγγίσει |
| |
Μεταφράσεις
φεγγίζω
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.