φατριακά
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
φατριακά < φατριακός
Επίρρημα
φατριακά
- που λειτουργεί με βάση τις φατρίες, διαχωριστικά, όχι ενωτικά κατά μία έννοια ξαθ όχι αξιοκρατικά
Μεταφράσεις
φατριακά
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.