φατνωτά
Νέα ελληνικά
(el)
Ετυμολογία
1
φατνωτά
<
φατνωτός
Επίρρημα
φατνωτά
διακοσμημένος με
φατνώματα
Μεταφράσεις
φατνωτά
Ετυμολογία
2
Κλιτός τύπος
Κλιτικός τύπος επιθέτου
φατνωτά
ονομαστική
,
αιτιατική
και
κλητική
πληθυντικού
του
φατνωτό
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.