φανερόω
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ρήμα
φανερόω και φανεροῦμαι
- κάνω κάτι διάσημο ή γίνομαι διάσημος εγώ
- ἐφανερώθη ἐς τοὺς Ἕλληνας πάντας... (έγινε το επίκεντρο της προσοχής σε όλη την Ελλάδα για...)
- (μεταγενέστερο) κάνω κάτι φανερό, αποκαλύπτω (στα μεταχριστιανικά χρόνια)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.