υπτίως

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

υπτίως < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ὑπτίως < αρχαία ελληνική επίθετο ὕπτι(ος) + -ως

Προφορά

ΔΦΑ : /iˈpti.os/
τυπογραφικός συλλαβισμός: υπτίως
τονικό παρώνυμο: ύπτιος

Επίρρημα

υπτίως

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.