υπολειτουργώ
Νέα ελληνικά (el)
Προφορά
- ΔΦΑ : /i.po.li.tuɾˈɣo/
Ρήμα
υπολειτουργώ
Συγγενικά
- υπολειτουργία
- → δείτε τις λέξεις υπό, λειτουργώ και έργο
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | υπολειτουργώ | υπολειτουργούσα | θα υπολειτουργώ | να υπολειτουργώ | υπολειτουργώντας | |
| β' ενικ. | υπολειτουργείς | υπολειτουργούσες | θα υπολειτουργείς | να υπολειτουργείς | (υπολειτούργει) | |
| γ' ενικ. | υπολειτουργεί | υπολειτουργούσε | θα υπολειτουργεί | να υπολειτουργεί | ||
| α' πληθ. | υπολειτουργούμε | υπολειτουργούσαμε | θα υπολειτουργούμε | να υπολειτουργούμε | ||
| β' πληθ. | υπολειτουργείτε | υπολειτουργούσατε | θα υπολειτουργείτε | να υπολειτουργείτε | υπολειτουργείτε | |
| γ' πληθ. | υπολειτουργούν(ε) | υπολειτουργούσαν(ε) | θα υπολειτουργούν(ε) | να υπολειτουργούν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | υπολειτούργησα | θα υπολειτουργήσω | να υπολειτουργήσω | υπολειτουργήσει | ||
| β' ενικ. | υπολειτούργησες | θα υπολειτουργήσεις | να υπολειτουργήσεις | υπολειτούργησε | ||
| γ' ενικ. | υπολειτούργησε | θα υπολειτουργήσει | να υπολειτουργήσει | |||
| α' πληθ. | υπολειτουργήσαμε | θα υπολειτουργήσουμε | να υπολειτουργήσουμε | |||
| β' πληθ. | υπολειτουργήσατε | θα υπολειτουργήσετε | να υπολειτουργήσετε | υπολειτουργήστε | ||
| γ' πληθ. | υπολειτούργησαν υπολειτουργήσαν(ε) |
θα υπολειτουργήσουν(ε) | να υπολειτουργήσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω υπολειτουργήσει | είχα υπολειτουργήσει | θα έχω υπολειτουργήσει | να έχω υπολειτουργήσει | ||
| β' ενικ. | έχεις υπολειτουργήσει | είχες υπολειτουργήσει | θα έχεις υπολειτουργήσει | να έχεις υπολειτουργήσει | ||
| γ' ενικ. | έχει υπολειτουργήσει | είχε υπολειτουργήσει | θα έχει υπολειτουργήσει | να έχει υπολειτουργήσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε υπολειτουργήσει | είχαμε υπολειτουργήσει | θα έχουμε υπολειτουργήσει | να έχουμε υπολειτουργήσει | ||
| β' πληθ. | έχετε υπολειτουργήσει | είχατε υπολειτουργήσει | θα έχετε υπολειτουργήσει | να έχετε υπολειτουργήσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν υπολειτουργήσει | είχαν υπολειτουργήσει | θα έχουν υπολειτουργήσει | να έχουν υπολειτουργήσει |
| |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.