υποβλητικά
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
υποβλητικά < υποβλητικ(ός) + -ά
Προφορά
- ΔΦΑ : /i.po.vli.tiˈka/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : υ‐πο‐βλη‐τι‐κά
Μεταφράσεις
υποβλητικά
|
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
υποβλητικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του υποβλητικός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.