υπερχειλίσεις
Νέα ελληνικά (el)
Ρηματικός τύπος
υπερχειλίσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος υπερχειλίζω
- θα υπερχειλίσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος υπερχειλίζω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
υπερχειλίσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του υπερχείλιση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.