υπερκερώ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- υπερκερώ < αρχαία ελληνική ὑπερκεράω
Ρήμα
υπερκερώ
- υπερβαίνω, ξεπερνώ, παρακάμπτω τα άκρα, δηλαδή τα κέρατα (από το κέρας) μιας εχθρικής συντεταγμένης παράταξης ούτως ώστε να περικυκλώσω το εχθρικό στράτευμα ή να υπερφαλλαγίσω τον εχθρό
- αντιμετωπίζω νικηφόρα τις όποιες δύσκολες καταστάσεις ανέκυψαν
Συγγενικά
Μεταφράσεις
υπερκερώ
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.