υπερεκχειλίζω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

υπερεκχειλίζω < υπέρ + εκ + χείλος + -ίζω

Ρήμα

υπερεκχειλίζω

  • ρήμα που χρησιμοποιείται όταν ανεβαίνει η στάθμη ενός υγρού πάνω από το χείλος του δοχείου στο οποίο περιέχεται και χύνεται

Συνώνυμα

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.