υπερεκχειλίζω
Νέα ελληνικά (el)
Ρήμα
υπερεκχειλίζω
- ρήμα που χρησιμοποιείται όταν ανεβαίνει η στάθμη ενός υγρού πάνω από το χείλος του δοχείου στο οποίο περιέχεται και χύνεται
Συνώνυμα
Συγγενικά
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | υπερεκχειλίζω | υπερεκχείλιζα | θα υπερεκχειλίζω | να υπερεκχειλίζω | υπερεκχειλίζοντας | |
| β' ενικ. | υπερεκχειλίζεις | υπερεκχείλιζες | θα υπερεκχειλίζεις | να υπερεκχειλίζεις | υπερεκχείλιζε | |
| γ' ενικ. | υπερεκχειλίζει | υπερεκχείλιζε | θα υπερεκχειλίζει | να υπερεκχειλίζει | ||
| α' πληθ. | υπερεκχειλίζουμε | υπερεκχειλίζαμε | θα υπερεκχειλίζουμε | να υπερεκχειλίζουμε | ||
| β' πληθ. | υπερεκχειλίζετε | υπερεκχειλίζατε | θα υπερεκχειλίζετε | να υπερεκχειλίζετε | υπερεκχειλίζετε | |
| γ' πληθ. | υπερεκχειλίζουν(ε) | υπερεκχείλιζαν υπερεκχειλίζαν(ε) |
θα υπερεκχειλίζουν(ε) | να υπερεκχειλίζουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | υπερεκχείλισα | θα υπερεκχειλίσω | να υπερεκχειλίσω | υπερεκχειλίσει | ||
| β' ενικ. | υπερεκχείλισες | θα υπερεκχειλίσεις | να υπερεκχειλίσεις | υπερεκχείλισε | ||
| γ' ενικ. | υπερεκχείλισε | θα υπερεκχειλίσει | να υπερεκχειλίσει | |||
| α' πληθ. | υπερεκχειλίσαμε | θα υπερεκχειλίσουμε | να υπερεκχειλίσουμε | |||
| β' πληθ. | υπερεκχειλίσατε | θα υπερεκχειλίσετε | να υπερεκχειλίσετε | υπερεκχειλίστε | ||
| γ' πληθ. | υπερεκχείλισαν υπερεκχειλίσαν(ε) |
θα υπερεκχειλίσουν(ε) | να υπερεκχειλίσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω υπερεκχειλίσει | είχα υπερεκχειλίσει | θα έχω υπερεκχειλίσει | να έχω υπερεκχειλίσει | ||
| β' ενικ. | έχεις υπερεκχειλίσει | είχες υπερεκχειλίσει | θα έχεις υπερεκχειλίσει | να έχεις υπερεκχειλίσει | ||
| γ' ενικ. | έχει υπερεκχειλίσει | είχε υπερεκχειλίσει | θα έχει υπερεκχειλίσει | να έχει υπερεκχειλίσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε υπερεκχειλίσει | είχαμε υπερεκχειλίσει | θα έχουμε υπερεκχειλίσει | να έχουμε υπερεκχειλίσει | ||
| β' πληθ. | έχετε υπερεκχειλίσει | είχατε υπερεκχειλίσει | θα έχετε υπερεκχειλίσει | να έχετε υπερεκχειλίσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν υπερεκχειλίσει | είχαν υπερεκχειλίσει | θα έχουν υπερεκχειλίσει | να έχουν υπερεκχειλίσει |
| |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.