υπερασπίσεις

Νέα ελληνικά (el)

Ρηματικός τύπος

υπερασπίσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος υπερασπίζω
  2. θα υπερασπίσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος υπερασπίζω

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

υπερασπίσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του υπεράσπιση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.