υπαστυνόμος Α'
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- υπαστυνόμος Α' < υπαστυνόμος + Α'
Ουσιαστικό
υπαστυνόμος Α' αρσενικό
- (βαθμός αστυνομίας) υπαστυνόμος που ιεραρχικά είναι κατώτερος του αστυνόμου Β' και ανώτερος του υπαστυνόμου Β'
Μεταφράσεις
υπαστυνόμος Α'
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.