υμνούμαι
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- υμνούμαι, παθητική φωνή του υμνώ
Ρήμα
υμνούμαι
- με υμνούν, απαγγέλλουν ύμνους προς τιμή μου
- (μεταφορικά) με επαινούν για τις πράξεις μου
Συνώνυμα
Κλίση
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | υμνούμαι | υμνούμουν | θα υμνούμαι | να υμνούμαι | υμνούμενος | |
| β' ενικ. | υμνείσαι | υμνούσουν | θα υμνείσαι | να υμνείσαι | ||
| γ' ενικ. | υμνείται | υμνούνταν | θα υμνείται | να υμνείται | ||
| α' πληθ. | υμνούμαστε | υμνούμασταν υμνούμαστε |
θα υμνούμαστε | να υμνούμαστε | ||
| β' πληθ. | υμνείστε | υμνούσασταν υμνούσαστε |
θα υμνείστε | να υμνείστε | υμνείστε | |
| γ' πληθ. | υμνούνται | υμνούνταν | θα υμνούνται | να υμνούνται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | υμνήθηκα | θα υμνηθώ | να υμνηθώ | υμνηθεί | ||
| β' ενικ. | υμνήθηκες | θα υμνηθείς | να υμνηθείς | υμνήσου | ||
| γ' ενικ. | υμνήθηκε | θα υμνηθεί | να υμνηθεί | |||
| α' πληθ. | υμνηθήκαμε | θα υμνηθούμε | να υμνηθούμε | |||
| β' πληθ. | υμνηθήκατε | θα υμνηθείτε | να υμνηθείτε | υμνηθείτε | ||
| γ' πληθ. | υμνήθηκαν υμνηθήκαν(ε) |
θα υμνηθούν(ε) | να υμνηθούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω υμνηθεί | είχα υμνηθεί | θα έχω υμνηθεί | να έχω υμνηθεί | υμνημένος | |
| β' ενικ. | έχεις υμνηθεί | είχες υμνηθεί | θα έχεις υμνηθεί | να έχεις υμνηθεί | ||
| γ' ενικ. | έχει υμνηθεί | είχε υμνηθεί | θα έχει υμνηθεί | να έχει υμνηθεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε υμνηθεί | είχαμε υμνηθεί | θα έχουμε υμνηθεί | να έχουμε υμνηθεί | ||
| β' πληθ. | έχετε υμνηθεί | είχατε υμνηθεί | θα έχετε υμνηθεί | να έχετε υμνηθεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν υμνηθεί | είχαν υμνηθεί | θα έχουν υμνηθεί | να έχουν υμνηθεί | ||
| Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
| Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι υμνημένος - είμαστε, είστε, είναι υμνημένοι | |||||
| Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν υμνημένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν υμνημένοι | |||||
| Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι υμνημένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι υμνημένοι | |||||
| Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι υμνημένος - να είμαστε, να είστε, να είναι υμνημένοι | |||||
Μεταφράσεις
υμνούμαι
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.