εκθειάζομαι
Νέα ελληνικά (el)
Κλίση
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | εκθειάζομαι | εκθειαζόμουν(α) | θα εκθειάζομαι | να εκθειάζομαι | ||
| β' ενικ. | εκθειάζεσαι | εκθειαζόσουν(α) | θα εκθειάζεσαι | να εκθειάζεσαι | (εκθειάζου) | |
| γ' ενικ. | εκθειάζεται | εκθειαζόταν(ε) | θα εκθειάζεται | να εκθειάζεται | ||
| α' πληθ. | εκθειαζόμαστε | εκθειαζόμαστε εκθειαζόμασταν |
θα εκθειαζόμαστε | να εκθειαζόμαστε | ||
| β' πληθ. | εκθειάζεστε | εκθειαζόσαστε εκθειαζόσασταν |
θα εκθειάζεστε | να εκθειάζεστε | (εκθειάζεστε) | |
| γ' πληθ. | εκθειάζονται | εκθειάζονταν εκθειαζόντουσαν |
θα εκθειάζονται | να εκθειάζονται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | εκθειάστηκα | θα εκθειαστώ | να εκθειαστώ | εκθειαστεί | ||
| β' ενικ. | εκθειάστηκες | θα εκθειαστείς | να εκθειαστείς | εκθειάσου | ||
| γ' ενικ. | εκθειάστηκε | θα εκθειαστεί | να εκθειαστεί | |||
| α' πληθ. | εκθειαστήκαμε | θα εκθειαστούμε | να εκθειαστούμε | |||
| β' πληθ. | εκθειαστήκατε | θα εκθειαστείτε | να εκθειαστείτε | εκθειαστείτε | ||
| γ' πληθ. | εκθειάστηκαν εκθειαστήκαν(ε) |
θα εκθειαστούν(ε) | να εκθειαστούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω εκθειαστεί | είχα εκθειαστεί | θα έχω εκθειαστεί | να έχω εκθειαστεί | εκθειασμένος | |
| β' ενικ. | έχεις εκθειαστεί | είχες εκθειαστεί | θα έχεις εκθειαστεί | να έχεις εκθειαστεί | ||
| γ' ενικ. | έχει εκθειαστεί | είχε εκθειαστεί | θα έχει εκθειαστεί | να έχει εκθειαστεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε εκθειαστεί | είχαμε εκθειαστεί | θα έχουμε εκθειαστεί | να έχουμε εκθειαστεί | ||
| β' πληθ. | έχετε εκθειαστεί | είχατε εκθειαστεί | θα έχετε εκθειαστεί | να έχετε εκθειαστεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν εκθειαστεί | είχαν εκθειαστεί | θα έχουν εκθειαστεί | να έχουν εκθειαστεί | ||
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
εκθειάζομαι
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.