υμνολογήσεις

Νέα ελληνικά (el)

Ρηματικός τύπος

υμνολογήσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος υμνολογώ
  2. θα υμνολογήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος υμνολογώ

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

υμνολογήσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του υμνολόγηση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.