υιοθετήσεις

Νέα ελληνικά (el)

Ρηματικός τύπος

υιοθετήσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος υιοθετώ
  2. θα υιοθετήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος υιοθετώ

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

υιοθετήσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του υιοθέτηση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.