υδρομηχανική
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | υδρομηχανική | ||
| γενική | της | υδρομηχανικής | ||
| αιτιατική | την | υδρομηχανική | ||
| κλητική | υδρομηχανική | |||
| Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
υδρομηχανική θηλυκό
- η μηχανική των ρευστών, επιστήμη που ασχολείται με τη ροή των ρευστών
Μεταφράσεις
υδρομηχανική
|
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
υδρομηχανική
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του υδρομηχανικός
Ομώνυμα / Ομόηχα
- υδρομηχανικοί
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.