τἀναντία

Αρχαία ελληνικά (grc)

Κλιτικός τύπος επιθέτου

τἀναντία < συνηρημένη μορφή της φράσης τά ἐναντία (α+ ἐ =ἀ) < ἐναντία: πληθ. του ουδέτερο του ἐναντίος

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του έναρθρου και συνηρημένου επιθέτου ἐναντίον, ουδετέρου του επιθέτου ἐναντίος
  2. δυϊκός του ἐναντία (ονομαστική, αιτιατική, κλητική), θηλυκού του επιθέτου ἐναντίος
 δείτε τη λέξη  ἐναντίος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.