τύφη
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- τύφη < typha
Ουσιαστικό
τύφη θηλυκό
- το φυτό που συχνά ονομαζόταν στην Ελλάδα ψαθί ή ψάθα ή ράπη ή ρένα. Είναι γένος (Typha) ελοχαρών, ποωδών και πολυετών φυτών από τα οποία στην Ελλάδα είναι πιο συνηθισμένα η πλατύφυλλος τύφη (Typha latifolia) και η στενόφυλλος (Typha angustata) οι οποίες παλιότερα αξιοποιούνταν ως άχυρα για διατροφή ζώων αλλά κυρίως για την κατασκευή ψάθινων ειδών
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.