τωόντι

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

τωόντι < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική τῷ ὄντι, έναρθρη δοτική ενικού του ουδετέρου ὄν της μετοχής ὤν του ρήματος εἰμί

Επίρρημα

τωόντι

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.