τυπικότης

Νέα ελληνικά (el)

καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση)
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τυπικότης αἱ τυπικότητες
      γενική τῆς τυπικότητος τῶν τυπικοτήτων
      δοτική τῇ τυπικότητι ταῖς τυπικότησι(ν)
    αιτιατική τὴν τυπικότητα τὰς τυπικότητας
     κλητική ! τυπικότης τυπικότητες
3η κλίση, Κατηγορία 'τάπης' όπως «τάπης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

τυπικότης: μαρτυρείται από το 1812 σε κείμενο του Κωνσταντίνου Κούμα [1][2] < τυπικ(ός) + -ότης

Ουσιαστικό

τυπικότης, -ητος θηλυκό

Αναφορές

  1. σελ. 1018, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου
    ΣτΕ: Κωνσταντίνος Κούμας, 1812 - σελ. 1154, Τόμος Β΄ Κωνστ. Μ. Κούμας, 12, 19
  2. τυπικότητα (1812) - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.