τυπικόν

Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

Ετυμολογία

τυπικόν: ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου τυπικός

Ουσιαστικό

τυπικόν ουδέτερο

  • (εκκλησιαστικός όρος) το τυπικό των βιβλίων της λειτουργίας
    τὸ τυπικόν ἐκκλησιαστικῆς ἀκολουθίας, ἐκκλησιαστικόν τυπικόν

Υποκοριστικά

  • τυπικόπουλον
  • τυπικούτζικον

Σύνθετα

  • τυπικογράφος

Κλιτικός τύπος επιθέτου

τυπικόν

  1. αιτιατική ενικού, αρσενικού γένους του τυπικός
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του τυπικός

Πηγές



Αρχαία ελληνικά (grc)

Κλιτικός τύπος επιθέτου

τυπικόν (ελληνιστική κοινή)

  1. αιτιατική ενικού, αρσενικού γένους του τυπικός
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του τυπικός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.