τσατίλας
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- τσατίλας < τσατίλα
Ουσιαστικό
τσατίλας και τσαντίλας αρσενικό
- άνθρωπος που θυμώνει εύκολα
- αμάν πια, τι τσατίλας άνθρωπος, δεν τολμάς να του πεις τίποτα!
Συγγενικά
Μεταφράσεις
τσατίλας
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.