τσαμπουνώ

Ελληνικά (el)

Ετυμολογία

τσαμπουνώ < μεσαιωνική ελληνική τσαμπουνίζω < ιταλική zampogna < λατινική symphonia < αρχαία ελληνική συμφωνία (αντιδάνειο) < σύν + φωνή

Ρήμα

τσαμπουνώ

  1. (παρωχημένο) (μεταφορικά) μυξοκλαίγομαι
  2. μιλάω ανόητα

Συγγενικές λέξεις

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.