τσακώματα
Νέα ελληνικά (el)
Προφορά
- ΔΦΑ : /t͡saˈko.ma.ta/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τσα‐κώ‐μα‐τα
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
τσακώματα ουδέτερο
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του τσάκωμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.