τρεμπουσέ
Νέα ελληνικά (el)

ένα τρεμπουσέ
Ετυμολογία
- τρεμπουσέ < γαλλική trébuchet < παλαιά γαλλική trebuchier (ανατρέπω)
Ουσιαστικό
τρεμπουσέ ουδέτερο άκλιτο
- (ιστορία) πολιορκητική μηχανή του μεσαίωνα, με περιστρεφόμενο βραχίονα με αντίβαρα στο ένα άκρο του
Συνώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.