τραυματιοφορεύς
Νέα ελληνικά (el)
| καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση) | ||||||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | τραυματιοφορεύς | οἱ | τραυματιοφορεῖς | ||||
| γενική | τοῦ | τραυματιοφορέως | τῶν | τραυματιοφορέων | ||||
| δοτική | τῷ | τραυματιοφορεῖ | τοῖς | τραυματιοφορεῦσι(ν) | ||||
| αιτιατική | τὸν | τραυματιοφορέα | τοὺς | τραυματιοφορέας | ||||
| κλητική ὦ! | τραυματιοφορεῦ | τραυματιοφορεῖς | ||||||
| Δεν καταγράφονται καταλήξεις πληθυντικού σε -ῆς. | ||||||||
| 3η κλίση, ομάδα 'βασιλεύς', Κατηγορία 'Ἀντιοχεύς' όπως «Ἀντιοχεύς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||||||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.