διακοπτόμενη συνουσία
Νέα ελληνικά (el)
Πολυλεκτικός όρος
διακοπτόμενη συνουσία θηλυκό
- αντισυλληπτική πρακτική που συνίσταται στην έξοδο του πέους από τον κόλπο πριν την εκσπερμάτωση
Μεταφράσεις
διακοπτόμενη συνουσία
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.