διακοπτόμενη συνουσία

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

 δείτε τη λέξη  διακόπτω και συνουσία

Πολυλεκτικός όρος

διακοπτόμενη συνουσία θηλυκό

  • αντισυλληπτική πρακτική που συνίσταται στην έξοδο του πέους από τον κόλπο πριν την εκσπερμάτωση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.