τουναντίον
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- τουναντίον < αρχαία ελληνική τοὐναντίον < τὸ ἐναντίον
Επίρρημα
τουναντίον
- (λόγιο) αντιθέτως
- όχι μόνο δεν τον απέλυσε, αλλά τουναντίον τού έδωσε και αύξηση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.