τον τρώει η κασίδα του

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

τον τρώει η κασίδα του <  δείτε τη λέξη τον (αυτόν)  τρώει, τρώω, η, κασίδα και του (η δική του)

Προφορά

ΔΦΑ : /ton‿ˈdɾo.i i‿kaˈsiða‿tu/

Έκφραση

τον τρώει η κασίδα του

  • ενεργεί σα να γυρεύει να πάθει κακό, με τρόπο που βλάπτει τον εαυτό του
     συνώνυμα: τον τρώει το κεφάλι του, θα φάει το κεφάλι του

  • ήθελές τα κι έπαθές τα
  • τα 'θελες και τα 'παθες

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.