τρώει
Νέα ελληνικά
(el)
Ρηματικός τύπος
τρώει
γ' ενικό πρόσωπο
οριστικής
ενεστώτα του ρήματος
τρώω
(
να, ας, αν, ίσως κλπ
)
γ' ενικό υποτακτικής ενεστώτα του ρήματος
τρώω
θα τρώει
:
γ' ενικό εξακολουθητικού μέλλοντα του ρήματος
τρώω
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.