τοιχοκολλήσεις

Νέα ελληνικά (el)

Ρηματικός τύπος

τοιχοκολλήσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος τοιχοκολλώ
  2. θα τοιχοκολλήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος τοιχοκολλώ

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

τοιχοκολλήσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του τοιχοκόλληση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.