τηνιακά

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

τηνιακά < τηνιακός +

Επίρρημα

τηνιακά

  1. με τον τρόπο των Τηνίων
  2. στο τηνιακό ιδίωμα

Μεταφράσεις

Κλιτικός τύπος επιθέτου

τηνιακά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.