τετ α τετ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

τετ α τετ < (λόγιο δάνειο) γαλλική tête-à-tête[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈtet aˈtet/

Επίρρημα

τετ α τετ

  • κατ' ιδίαν συνομιλία δύο προσώπων
     δείτε και τη λέξη  πρόσωπο με πρόσωπο (φάτσα με φάτσα)

Ουσιαστικό

τετ α τετ ουδέτερο άκλιτο

  • τετατέτ
  • τετ-α-τετ [2] (προαιρετική γραφή με ενωτικά)

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. τετ α τετ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. «τετατέτ & τετ-α-τετ» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.