tête-à-tête
Γαλλικά
(fr)
Προφορά
ΔΦΑ
: /
tɛt‿a⋅tɛt
/
Ετυμολογία
tête-à-tête
<
tête
Επίρρημα
tête-à-tête
(fr)
ιδιωτικά
,
προσωπικά
Ουσιαστικό
tête-à-tête
(fr)
και
tête à tête
αρσενικό
άκλιτο
το
τετ-α-τετ
μικρός διθέσιος
καναπές
(που επιτρέπει σε δύο πρόσωπα να βρεθούν μόνα τους, μεταξύ τους)
σερβίτσιο
για το
πρόγευμα
δύο προσώπων
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.