tête-à-tête

Γαλλικά (fr)

Προφορά

ΔΦΑ : /tɛt‿a⋅tɛt/

Ετυμολογία

tête-à-tête < tête

Επίρρημα

tête-à-tête (fr)

Ουσιαστικό

tête-à-tête (fr) και tête à tête αρσενικό άκλιτο

  1. το τετ-α-τετ
  2. μικρός διθέσιος καναπές (που επιτρέπει σε δύο πρόσωπα να βρεθούν μόνα τους, μεταξύ τους)
  3. σερβίτσιο για το πρόγευμα δύο προσώπων
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.