τα μάλα

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

τα μάλα < τα + μάλα (έναρθρη χρήση) < αρχαία ελληνική μάλα

Έκφραση

τα μάλα

  • (αρχαιοπρεπές) πάρα πολύ· όσο δεν πάει άλλο, σε πολύ μεγάλο βαθμό
Χαίρω τα μάλα!
 συνώνυμα: σφόδρα, λίαν, πάνυ

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.